powered by Agones.gr - livescore

Τρίτη

Το Νόμπελ μας μάρανε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη οι νησιώτες, οι γιαγιάδες της Λέσβου, ο παπα-Στρατής και όσοι άλλοι προστρέχουν σε βοήθεια των προσφύγων αξίζουν την αναγνώριση όλου του κόσμου. Μπορεί όμως, ένα βραβείο να κρύψει τη μισανθρωπιά και την ντροπή που θα έπρεπε να νιώθουμε ως κοινωνία γι αυτά που (δεν) κάνουμε;
Του Αναστάση Ασκητά
Οι απλοί άνθρωποι των νησιών και όχι μόνο που εν μέσω της οικονομικής κρίσης αισθάνονται την ανάγκη να συνδράμουν
δυστυχισμένους συνανθρώπους τους, αξίζουν όχι απλά ένα Νόμπελ, αλλά πολλά περισσότερα από τη δημοσιοσχετίστικη και προσχηματική αναγνώριση της προσπάθειάς τους.

Ας είναι, όμως, αυτό το Νόμπελ (αν απονεμηθεί) μια αφορμή για να ακουστεί το δράμα των προσφύγων και η αγωνία των νησιωτών μας, στον υπόλοιπο κόσμο. Στην Ευρώπη που ζητά μετ' επιτάσεως από την Ελλάδα να πνίξει τους πρόσφυγες στο Αιγαίο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι άνθρωποι που βοηθούν τους πρόσφυγες σε αυτές τις συνθήκες, αξίζουν, έστω αυτή, την επιβράβευση. Από την άλλη όμως, σαν κοινωνία αξίζουμε κάτι τέτοιο; 

Και δεν αναφέρομαι στον ανεκδιήγητο που χρεώνει 20 ευρώ τη φόρτιση του κινητού σε έναν πρόσφυγα, ούτε και στον σιχαμένο που συμμερίζεται τις απόψεις των ουγγροτσεχοβέλγων πολιτικών και ζητούν να πνίγονται οι πρόσφυγες προτού φτάσουν στην Ελλάδα.

Αναφέρομαι στον τρόπο που ως κοινωνία αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας. Το αφήγημά μας σχετικά με την προσφυγική κρίση και το δράμα αυτών των ανθρώπων. Στη γενική μας ιδέα ως Έλληνες για αυτό που συμβαίνει.

Τι θα έπρεπε να κάνουμε και τι κάνουμε τελικά;

Είμαστε οι πολίτες μια χώρας που ζει μια τεράστια οικονομική κρίση. Αν εξαιρέσεις κάποιες κοινωνικές ομάδες που τη σκαπουλάρουν κλασσικά και έχουν «λίπος» να δώσουν, οι περισσότεροι έχουμε στεγνώσει. Άρα έχουμε και περιορισμένες δυνατότητες, τόσο ως πολίτες όσο και ως επίσημο κράτος, να βοηθήσουμε.

Όμως θέλουμε να λέμε ότι είμαστε φιλόξενοι, φιλότιμοι και ένα σωρό άλλα. Έχουμε μια ιστορία προσφυγιάς και διωγμών για την οποία λέμε ότι είμαστε περήφανοι και συχνά πυκνά διαλαλούμε ότι «ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ». Ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι είμαστε μοναδικοί για όλα τα παραπάνω και τρέφουμε έτσι έναν υποβόσκοντα εθνικισμό. 

Όμως ξεχνάμε. Γιατί όλα αυτά είναι στα λόγια. Τι θα έπρεπε να κάνουμε ως κοινωνία με περιορισμένες δυνατότητες; Απλά πράγματα. Ελάχιστα. Αλλά ικανά να μας δώσουν το έναυσμα να γίνουμε όντως περήφανοι για το λαό μας και τα χαρακτηριστικά του. Θα μπορούσαμε να εμπεδώσουμε πως αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εδώ επειδή το θέλουν. Ότι αντιλαμβάνονται την πατρίδα μας ως πέρασμα για μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Ότι δεν θέλουν να μοιραστούν μαζί μας το «τίποτα» που έχουμε.

Ότι οι πρόσφυγες παππούδες μας πριν ούτε 100 χρόνια τριγυρνούσαν στα ίδια χώματα και κυλιόντουσαν μέσα στις λάσπες από τους βάλτους που το ελληνικό κράτος τους παραχώρησε για να ζήσουν. Και ότι γι αυτό είναι χρέος μας στον παππού μας να δώσουμε ένα κεραμίδι να βάλει πάνω από το κεφάλι του και ένα κομμάτι ψωμί να φάει στο προσφυγάκι που έκανε χιλιάδες μίλια για να γλιτώσει από το θάνατο.

Ώστε στο τέλος να ξέρουμε ότι παρά τα δεινά που και εμείς ζούμε, κάναμε αυτό που έπρεπε. Βοηθήσαμε όσο μπορούσαμε, κι ας μη μπορούσαμε πολύ. Και να μάνι μάνι έχουμε έναν ακόμα λόγο για να είμαστε περήφανοι για την ιστορία μας. Το να βοηθήσεις ενώ δεν έχεις για τον εαυτό σου είναι λόγος για να είσαι περήφανος. Το να βρίζεις και να απειλείς για τα hot spots είναι λόγος για να ντρέπεσαι.


Στην τελική, αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ τώρα. Και θα έρχονται εδώ όσο υπάρχει ο πόλεμος. Είναι τιμητικό για τη δική μας χώρα, για το δικό μας πολιτισμό, για τη δική μας κουλτούρα να υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε και πεθαίνουν χωρίς να είναι καταγεγραμμένοι πουθενά; Σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Που πεθαίνουν δίπλα από τα σπίτια μας;

Οι προσφυγικές ροές θα συνεχιστούν. Οι επιλογές που έχουμε ως κοινωνία είναι δύο. Είτε θα φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών, είτε θα φερθούμε σαν Δανοί, Βέλγοι, Τσέχοι του Νότου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τσουβαλιάζονται με τις πολιτικές ηγεσίες τους οι πολίτες αυτών των χωρών.


Το ιδανικό θα ήταν να μην υπάρχει ανεργία και φτώχεια και να μπορούσαμε να δεχθούμε ένα μέρος των ροών. Το πιο ιδανικό θα ήταν να μην υπάρχει πόλεμος. Τώρα που δεν ισχύουν αυτά τα ...ουτοπικά, ας πράξουμε τα στοιχειώδη.

Newsfish.gr