powered by Agones.gr - livescore

Πέμπτη

Δημοσιογραφία της ντροπής στον ΣΚΑΙ: «Στη Μακρόνησο είχε και θάλασσα»

Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη...
Σε επίπεδα που ξεπερνούν κάθε όριο χυδαιότητας και κατανόησης για τον «υπερβάλλοντα ζήλο» στην υπεράσπιση του εργοδότη τους, έφτασαν οι δημοσιογράφοι του ΣΚΑΪ στην εκπομπή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου,καταλήγοντας να συγκρίνουν την υποτιθέμενη
ταλαιπωρία των υποψήφιων καναλαρχών που συμμετέχουν στη δημοπρασία για τις τηλεοπτικές άδειες με τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι κομμουνιστές εξόριστοι στα ξερονήσια. 
Σε επίπεδα που ξεπερνούν κάθε όριο χυδαιότητας και κατανόησης για τον «υπερβάλλοντα ζήλο» στην υπεράσπιση του εργοδότη τους, έφτασαν οι δημοσιογράφοι του ΣΚΑΪ στην εκπομπή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου,καταλήγοντας να συγκρίνουν την υποτιθέμενη ταλαιπωρία των υποψήφιων καναλαρχών που συμμετέχουν στη δημοπρασία για τις τηλεοπτικές άδειες με τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι κομμουνιστές εξόριστοι στα ξερονήσια. 

Συγκεκριμένα, ο δημοσιογράφος Γ. Πιτταράς έκανε λόγο για «συνθήκες Μακρονήσου» στη Γενική Γραμματεία Τύπου για τις οποίες «μιλούν όλοι». Η πρωτοφανής και εντελώς προσβλητική αυτή αναφορά έτυχε αρχικά της διόρθωσης του Κ. Μπογδάνου ο οποίος έσπευσε να πει ότι «ίσως είναι λίγο υπερβολικό αυτό, έως πολύ». Ο Πιτταράς ωστόσο, όχι απλά δεν συνετίστηκε, αλλά θεώρησε το σχόλιο ως πάσα για ειρωνεία, λέγοντας «Σωστά, γιατί στη Μακρόνησο είχανε και θάλασσα» -φράση που αυτή τη φορά απέφυγε να διορθώσει ο οικοδεσπότης. 

Στη συνέχεια, ο σχολιαστής του ΣΚΑϊ προέβη σε ένα δεύτερο παραλήρημα, σεξιστικού τύπου αυτή τη φορά, υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες είναι επικυνδυνες «ειδικά για τις γυναίκες, που είναι κλεισμένες εκεί δύο μέρες χωρίς να υπάρχουν ντους και συνθήκες υγιεινής» -οι οποίες γυναίκες, προφανώς, στο μυαλό του, παραμένουν μιαρές εστίες μικροβίων. Αυτή τη φορά ο Κων. Μπογδάνος, για να τον προστατεύσει, άρχισε να μιλά για τις μεταγραφές.

Είναι βέβαια κάθε άλλο παρά σπάνιο φαινόμενο τις τελευταίες εβδομάδες, να βλέπουμε δημοσιογράφους να διαγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε αντιδεοντολογικά παραληρηματικά και λαϊκιστικά σχόλια προκειμένου να υπερασπιστούν τις αξιώσεις των καναλιών. Είναι όμως εντελώς ντροπιαστικό, άνθρωποι οι οποία υποτίθεται ότι κόπτονται για την ανεξαρτησία, άρα την ποιότητα της ενημέρωσης, να εκφέρουν τέτοιες ανιστόρητες αθλιότητες, που προσβάλουν βάναυσα τη μνήμη και τους αγώνες του ελληνικού λαού και σχετικοποιούν μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. 

Η Μακρόνησος υπήρξε τόπος εκτοπισμού και φυλάκισης, αρχικά για πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία την περίοδο 1922-1923 και στη συνέχεια για κομμουνιστές και αριστερούς από το 1947 και δώθε, μέχρι την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα. 

Από τους χιλιάδες μικρασιάτες, πολλοί πέθαναν στη Μακρόνησο, λόγω των κακουχιών που υπέστησαν. Οσο για τους κομμουνιστές, που βρέθηκαν εκεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Αναμορφώσεως Μακρονήσου, σκοπός του οποίου, επισήμως ήταν «ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν»., ο αριθμός τους φθάνει τις δεκάδες χιλιάδες. Οι θάνατοι, τα βασανιστήρια -που είχαν σκοπό να προακλέσουν τις δηλώσεις μεταμέλειας- οι εικονικές εκτελέσεις, περιγράφονται σε πλήθος μαρτυριών και βιβλίων. Ανάμεσα στους βασανισθέντες κρατούμενους της Μακρονήσου, συναντάμε τον Μάνο Κατράκη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Θανάση Βέγγο, τον σύντροφο του Μανόλη Γλέζου Θανάση Σάντα, αλλά και πλήθος λιγότερο ή περισσότερο γνωστών αγωνιστών. 

Περισσότεροι από 300 από αυτούς σφαγιάσθηκαν μόνο το Μάρτιο του 1947, κατά τη διάρκεια απόπειρας απόδρασης επτά κρατουμένων. 

Οσο για τους υποψήφιους καναλάρχες, χρειάστηκε να κοιμηθούν δύο βράδια στη γραμματεία Τύπου, προκειμένου να διασφαλιστεί η μυστικότητα της διαδικασίας.

Καλό θα ήταν, όσοι από αυτούς εξασφαλίσουν άδεια, να φροντίσουν για ορισμένα σεμινάρια ιστορίας και δεοντολογίας σε κάποιους που έχουν μπερδέψει τη δημοσιογραφία με την ασυνάρτητη υποστήριξη του αφεντικού τους. 

Ισως έτσι, γλιτώσουμε από μελλοντικές Μακρονήσους, πραγματικές και όχι φανταστικές που βρίσκονται στο θολωμένο μυαλό κάποιων.

Γ. Ανδρουλιδάκης